- πυρπάλαμος
- -ον, και τ. ουσ. πυρπαλάμης, ὁ, Α1. ο επιδέξια κατεργασμένος με τη χρήση φωτιάς ή αυτός που εκτινάσσεται σαν φλόγα φωτιάς («πυρπάλαμον βέλος» — ο κεραυνός, Πινδ.)2. (το ουσ.) ὁ πυρπαλάμης(κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) (για πρόσ.) α) αυτός που μπορεί να μηχανεύεται κάτι γρήγοραβ) μτφ. αυτός που αλλάζει εύκολα συμπεριφορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πῡρ + -πάλαμος (< παλάμη), πρβλ. βαρυ-πάλαμος].
Dictionary of Greek. 2013.