πυρπάλαμος

πυρπάλαμος
-ον, και τ. ουσ. πυρπαλάμης, ὁ, Α
1. ο επιδέξια κατεργασμένος με τη χρήση φωτιάς ή αυτός που εκτινάσσεται σαν φλόγα φωτιάς («πυρπάλαμον βέλος» — ο κεραυνός, Πινδ.)
2. (το ουσ.) ὁ πυρπαλάμης
(κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) (για πρόσ.) α) αυτός που μπορεί να μηχανεύεται κάτι γρήγορα
β) μτφ. αυτός που αλλάζει εύκολα συμπεριφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῡρ + -πάλαμος (< παλάμη), πρβλ. βαρυ-πάλαμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυρπάλαμον — πυρπάλαμος cunningly wrought from fire masc acc sg πυρπάλαμος cunningly wrought from fire neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρπαλάμη — πυρπάλαμος cunningly wrought from fire fem nom/voc sg (attic epic ionic) πυρπαλαμάω pres imperat act 2nd sg (doric) πυρπαλαμάω pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) πυρπαλαμάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρπαλάμην — πυρπάλαμος cunningly wrought from fire fem acc sg (attic epic ionic) πυρπαλαμάω imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) πυρπαλαμάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρπαλάμης — πυρπάλαμος cunningly wrought from fire fem gen sg (attic epic ionic) πυρπαλαμάω pres ind act 2nd sg πυρπαλαμάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρπαλάμους — πυρπάλαμος cunningly wrought from fire masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”